- ὑπεπιστάτης
- ὑπεπιστᾰτ-ης, ου, ὁ,A sub-inspector, deputy-overseer, IG11(4).1053 (Thessalonica, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεπιστάτης — ὁ, Α [ἐπιστάτης] αναπληρωτής τού επιστάτη … Dictionary of Greek
υπεπιστατώ — έω, Α [ὑπεπιστάτης] είμαι ὑπεπιοτάτης* … Dictionary of Greek